παλάβρα

παλάβρα
η
1. κενός λόγος, λόγος χωρίς νόημα που λέγεται μόνο για να κάνει εντύπωση
2. (κατ' επέκτ.) παλαβομάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπανοεβρ. palavra < λατ. parabola < παραβολή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παλάβρα — η η ανόητη κουβέντα, η καύχηση, η μωρολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλαβός — ή, ό 1. ανισόρροπος, τρελός 2. ανόητος, ασύνετος 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος 4. παράφορα ερωτευμένος. επίρρ... παλαβά με παλαβό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. τού ἀπόλλυμαι. Κατ άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • παλάβρας — ο [παλάβρα] 1. παλαβός 2. αυτός που λέει παλάβρες …   Dictionary of Greek

  • παλαβρός — ο [παλάβρα] παλάβρας …   Dictionary of Greek

  • palavră — PALÁVRĂ, palavre, s.f. (fam.; mai ales la pl.) Vorbă, afirmaţie lipsită de seriozitate sau de temei; fleac; balivernă, braşoavă. – Din tc. palavra, ngr. palávra. Trimis de valeriu, 12.11.2008. Sursa: DEX 98  PALÁVRĂ s. 1. (mai ales la pl.) fleac …   Dicționar Român

  • παλάβρας — ο ο μωρόλογος, ο καυχησιάρης, ο φλύαρος (βλ. παλαβός): Ακούγαμε τόση ώρα τον παλάβρα και μας έκανε καζάνι το κεφάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”